Ungersk-Grekisk ordbok »

visel betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
visel

λήψη◼◼◼

παίρνω

φορώ

visel kontaktlencsét?

φοράτε φακούς επαφής;

viselkedik

συμπεριφέρομαι

φέρομαι

viselkedik valakivel

συμπεριφέρομαι (+ σε)

φέρομαι (+ σε)

viselkedés

συμπεριφορά◼◼◼

διαγωγή◼◻◻

τρόπος◼◻◻

είδος◼◻◻

φέρσιμο

csoportviselkedés

συμπεριφορά ομάδας

elvisel

ανέχομαι

αντέχω (-ξω)

εγκαρτερώ

υπομένω

υποφέρω

elviselhetetlen

αβάσταχτος

ανυπόφορος

αφόρητος

elviselhető

ανεκτός◼◼◼

fogyasztói viselkedés

συμπεριφορά του καταναλωτή

hadviselés

πόλεμος◼◼◼

εχθροπραξίες◼◼◻

kibír, elvisel

αντέχω

képvisel

αντιπροσωπεύω

képviselet

εκπροσώπηση◼◼◼

αντιπροσώπευση◼◼◻

παράσταση◼◻◻

εκπροσώπηση/αντιπροσώπευση/αντιπροσωπία

képviselő

εκπρόσωπος◼◼◼

αντιπρόσωπος◼◼◼

βουλευτής◼◼◻

πράκτορας◼◼◻

εντολοδόχος◼◼◻

αναπληρωτής◼◻◻

αντιπροσωπευτικός◼◻◻

υπαρχηγός◼◻◻

12