Ungersk-Grekisk ordbok »

visel betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
képviselő

ο αντιπρόσωπος, ο εκπρόσωπος, (parlamenti) ο βουλευτής

πλασιέ

képviselőház

βουλή◼◼◼

Képviselőház

βουλή◼◼◼

képviselők

κατοικία◼◼◼

kibír, elvisel

αντέχω

környezeti hadviselés

περιβαλλοντικός πόλεμος

magaviselet

συμπεριφορά◼◼◼

országgyűlési képviselő

βουλευτής (ο/η)

rendőr tisztviselő

αστυνομικός

társadalmi viselkedés

κοινωνική συμπεριφορά

tisztségviselő

αξιωματούχος◼◼◼

αξιωματικός◼◼◻

tisztviselő

δημόσιος υπάλληλος◼◼◼

αξιωματικός◼◼◼

αξιωματούχος◼◼◼

εκτελεστικός◼◼◻

λειτουργός◼◼◻

επίσημος◼◻◻

διοικητικό στέλεχος◼◻◻

12