Ungersk-Grekisk ordbok »

vezet betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
vezet

έκθεση◼◼◼

εκπομπή◼◼◻

οδηγός◼◼◻

συντονιστής◼◻◻

προβάδισμα◼◻◻

κανόνας◼◻◻

κεντρικός υπολογιστής

κλητήρας

παράσταση

άγω

διευθύνω

διοικώ

κυβερνώ

οδηγάω/οδηγώ

οδηγώ

πηγαίνω

vezetni

να οδηγείς

vezeték

αγωγός◼◼◼

vezetékes telefon

σταθερό τηλέφωνο◼◼◼

vezetéknév

επώνυμο◼◼◼

επώνυμο (epónymo)◼◼◼

όνομα◼◼◼

ονομασία◼◻◻

επίθετο

επίθετο (epítheto)

παρατσούκλι

vezetés

διοίκηση◼◼◼

διαχείριση◼◼◼

οδήγηση◼◼◼

κατηγορία◼◼◻

ευθύνη◼◼◻

ηγεσία◼◼◻

διεύθυνση◼◼◻

καθοδήγηση◼◼◻

διαδικασία◼◼◻

διακυβέρνηση◼◻◻

χειρισμός◼◻◻

διαγωγή◼◻◻

κατεύθυνση◼◻◻

αρχηγία

12