Ungersk-Grekisk ordbok »

vezet betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
vezetés

πρωτοκαθεδρία

υπευθυνότητα

φορτίο

vezetés, utasítás

κουμάντο (το)

vezetés, útmutatás

οδηγία (η)

vezetési számvitel

διοικητική λογιστική/κοστολόγηση

vezetni

να οδηγείς

vezető

αρχηγός◼◼◼

αρχηγός (ο)◼◼◼

προϊστάμενος◼◼◼

διευθυντής◼◼◼

ηγέτης◼◼◻

διαχειριστής◼◼◻

διοικητικό στέλεχος◼◼◻

ηγετικός◼◼◻

μηχανοδηγός◼◻◻

αγωγός◼◻◻

εκτελεστικός◼◻◻

υποδιευθυντής◼◻◻

driver◼◻◻

μαέστρος

ξεναγός

vezetői engedély

άδεια οδήγησης◼◼◼

δίπλωμα οδήγησης◼◼◻

vezetői jogosítvány

άδεια οδήγησης

autóvezető oktató

εκπαιδευτής οδήγησης

autóvezetői óra

μάθημα οδήγησης

autóvezetői vizsga

εξετάσεις οδήγησης

bevezet

εισάγω

bevezetés

εισαγωγή◼◼◼

σύσταση◼◼◻

bevezető

εισαγωγή◼◼◼

σύσταση◼◻◻

bíró / játékvezető

διαιτητής

busz vezető

οδηγός λεωφορείου

cégvezetés

διοίκηση◼◼◼

civilszervezet

μη κυβερνητικές οργανώσεις

csoportvezető

(idegenforgalomban) ο/η αρχηγός γκρουπ

csővezeték

σωληνώσεις◼◼◼

σωλήνωση◼◻◻

123