Grekiska | Ungerska |
---|---|
πηγαίνω | megy◼◼◼ |
πηγαίνω (πάω) | |
πηγαίνω (πάω) / κάνω βαρκάδα / βόλτα με τη βάρκα | |
πηγαίνω (πάω, πήγα) | |
πηγαίνω (πάω, πήγα) / κάνω εκδρομή | |
πηγαίνω (πάω, πήγα) με τα πόδια, περπατώ (-άω, -ήσω) | |
πηγαίνω (πάω, πήγα) στο σταθμό; (vmeddig) φτάνω (-σω) | |
(vhova) πηγαίνω (πάω, πήγα), (elindul) φεύγω (φύγω)(+ για vhova), (jön és továbbmegy) περνώ (-άω, -άσω)(+ από vmi mellett) | |
γυρίζω (-σω) (στο σπίτι), πηγαίνω (πάω, πήγα) (στο σπίτι) | |
ξαπλώνω (-σω) (alvás céljából) πηγαίνω (πάω, πήγα) για ύπνο | |
πάρε με μαζί σου! (valahova) πηγαίνω (πάω, πήγα) | |
φεύγω (φύγω) (ταξίδι), πηγαίνω (πάω, πήγα) (ταξίδι) |