Ungersk-Grekisk ordbok »

vesz betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
meggyőz, rávesz

πείθω

megnöveszt, megnő

μεγαλώνω

megtéveszt

εξαπατώ

megtévesztés

απάτη◼◼◼

δόλος◼◼◻

πλάνη◼◼◻

τέχνασμα◼◼◻

ζουζουνιά

megtévesz

παραπλανητικός◼◼◼

απάτη◼◼◻

megvesz

αγορά◼◼◼

αγοράζω

ψωνίζω

megveszteget

δωροληψία◼◼◼

δωροδοκώ

λαδώνω

megvesztegetés

δωροδοκία

δωροδοκώ

δωροληψία

mennyi időt vesz igénybe az átkelés?

πόση ώρα διαρκεί η διαδρομή;

mértéket vesz

μετρώ

mesterlövész

ελεύθερος σκοπευτής

vész

δημιουργός◼◼◼

ζωγράφος

ηθοποιός

vészet

Τέχνες◼◼◼

Τέχνη◼◼◻

vészet

καλλιτεχνικά◼◼◼

τέχνη (η)◼◼◼

επιτηδειότητα

τέχνη/καλλιτεχνικά

vészettörténelem

ιστορία της τέχνης

vészettörténet

Ιστορία της τέχνης

vészettörténet

ιστορία της τέχνης

vészi

καλλιτεχνικός

Nem (nyelvészet)

Γραμματικό γένος◼◼◼

Nikosz mindent bevesz/elhisz

Ο Νίκος τα παίρνει/μασάει όλα

nukleáris veszély

κίνδυνος από τα πυρηνικά

πυρηνικός κίνδυνος

πυρηνικός κίνδυνος/κίνδυνος από τα πυρηνικά

3456