Grekiska | Ungerska |
---|---|
αγορά | vétel◼◼◼ tér◼◼◼ vásárol◼◼◼ olcsó◼◼◻ vásár◼◼◻ piactér◼◻◻ megvesz◼◻◻ vevőkör◼◻◻ |
αγορά (του) περιβάλλοντος | |
αγορά ενέργειας | energiapiac◼◼◼ |
αγορά παραγόντων | |
αγορά/προμήθεια | |
αγοράζω | |
αγοράζω (agorázo) | |
αγοράκι | |
αγοράξω | |
αγοράστε ένα, πάρτε ένα δώρο | |
αγοράστε ένα, πάρτε το δεύτερο στη μισή τιμή | 1-et fizet, a másikat féláron kapja (egyet vesz, a másikat féláron kapja) |
αγοράστρια | vevő◼◼◼ vásárló◼◼◼ |
έρευνα αγοράς | piackutatás◼◼◼ |
Αρχαία Αγορά | |
διάθεση στην αγορά | marketing◼◼◼ |
ελεύθερη αγορά | szabadpiac◼◼◼ |
εμπορία/διάθεση στην αγορά/αγοραστική (μάρκετινγκ) | |
εσωτερική ευρωπαϊκή αγορά | |
μαύρη αγορά | feketepiac◼◼◼ |
μελέτη (της) αγοράς | |
μορφή της αγοράς | |
μπορώ να αγοράσω αυτό χωρίς συνταγή γιατρού; | |
μπορώ να αγοράσω το εισητήριο μέσα στο λεωφορείο; | |
μπορώ να αγοράσω το εισητήριο μέσα στο τραίνο; |