Ungersk-Grekisk ordbok »

vesz betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
vesz

λήψη◼◼◼

αντίγραφο◼◼◻

αντίτυπο◼◻◻

buyer

λαμβάνω

αγοράζω

αγοράζω (agorázo)

πίνω

παίρνω

vesz, fog, kap, elvisz, megszerez, megnyer

παίρνω

vesz, vásárol

αγοράζω

veszekedik

καβγαδίζω

τσακώνομαι

veszekedés

έριδα

καβγάς

καβγαδίζω

λογομαχία

τσακωμός

τσακώνομαι

φιλονικία

veszekszik

καβγάς

λογομαχία

τσακωμός

τσακώνομαι

veszettség

θυμός

οργή

vesztegetés

δωροδοκία◼◼◼

διαφθορά◼◻◻

vesztegzár

καραντίνα

veszteség

ζημία◼◼◼

veszély

κίνδυνος◼◼◼

απειλή◼◼◼

κίνδυνοι◼◼◻

εμπόδιο◼◻◻

τύχη

διακινδυνεύω

veszélyelemzés

ανάλυση κινδύνου◼◼◼

veszélyes

επικίνδυνο◼◼◼

επικίνδυνη◼◼◼

επικίνδυνος◼◻◻

12