Ungersk-Grekisk ordbok »

van betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
van

είναι◼◼◼

πρέπει να◼◼◼

έχει◼◼◻

υπάρχει◼◼◻

κάνει◼◻◻

ναι◼◻◻

έχω◼◻◻

είμαι

ανατολή

ίσον

υπάρχω

van ('not used except as 'to exist')

είναι (eínai)◼◼◼

van, létezik

υπάρχει

van ...

έχω ...

van ... a közelben?

υπάρχει κάποιο / κάποια ... εδώ τριγύρω;

van ... iskola a közelben?

υπάρχει ... σχολείο κοντά;

van ... térképe?

έχετε μήπως χάρτη …;

van ...?

έχετε ένα ...;

έχετε καθόλου...;

έχετε μήπως κάποιο / κάποια...;

υπάρχει ...;

van a szobában ...?

αυτό το δωμάτιο έχει ...;

van az autóban ...?

αυτό το αυτοκίνητο έχει ...;

van barátnőd?

έχεις κανένα κορίτσι;

van barátod?

έχεις κανένα αγόρι;

van belépődíj?

υπάρχει χρέωση για την είσοδο;

van bármilyen allergiája?

έχετε αλλεργία σε τίποτα;

van bármilyen folyadék vagy vágóeszköz a kézipoggyászában?

έχετε καθόλου υγρά ή αιχμηρά αντικείμενα στις χειραποσκευές σας;

van bármilyen kedvezmény csúcsidőn kívüli utazásra?

υπάρχει μείωση τιμής για τις ώρες εκτός αιχμής;

van desszertjük?

έχετε επιδόρπια;

van egy csomó dolgom

έχω ένα σωρό δουλειά

van egy csomóm

έχω έναν όγκο

van egy felesleges cigarettád?

μήπως σας περισσεύει ένα τσιγάρο;

van egy nagy hibám

έχω ένα μεγάλο ελάττωμα

van egy perce?

έχεις ένα λεπτό;

van egy receptem az orvostól

έχω μια συνταγή γιατρού

van egy tolla kölcsönbe?

έχεις ένα στυλό που μπορώ να δανειστώ;

van egy tályogod

έχετε ένα απόστημα

van eladó ingatlanja?

έχετε ακίνητο για πώληση;

van európai egészségbiztosítási kártyája?

έχετε κάρτα της ευρωπαικής ιατρικής ασφάλισης;

12