Grekiska | Ungerska |
---|---|
κάνει | van◼◼◼ |
κάνει κρύο | |
κάνει πολύ ζέστη εδώ μέσα | |
κάνεις κανένα άθλημα | |
I. ige (tart) κρατώ (-άω, -ήσω), (megfog) πιάνω (-σω), nem fog a toll δεν γράφει το στυλό (segédig a jövő idő kifejezésére) θα mit fogsz csinálni? τι θα κάνεις; II. főnév το δόντι | |
έχει/κάνει δροσιά/ψύχρα | |
έχετε κάνει κράτηση; | |
έχω κάνει κεφάλι | |
έχω κάνει κράτηση | |
αυτό το φάρμακο θα σου κάνει καλό | |
δε θα σου βλάψει / δε θα σου κάνει κακό να προσέχεις στα μαθήματα | |
δεν κάνει αυτό | |
δεν κάνει τίποτα | |
δεν μου κάνει | |
θέλεις να μου κάνεις παρέα για ένα καφέ; | |
θα ήθελα να κάνεις μερικές ακτινογραφίες | |
θα ήθελες να μου κάνεις παρέα για φαγητό; | |
λίγη σούπα δε θα σου κάνει κακό | |
μην κάνεις τόσο μεγάλα βήματα! | |
πόσο κάνει (póso kánei?) | |
πόσο κάνει ένα ... εισητήριο για το λονδίνο; | |
πόσο κάνει αυτό; | |
πόσο κάνει η είσοδος; | |
πόσο κάνει/κοστίζει/στοιχίζει | |
τι έχεις κάνει αυτό το καιρό; | |
τι δουλειά κάνεις; | |
τι είδους δουλειά κάνεις; | |
τι θέλεις να κάνεις μόλις τελειώσεις; | |
τι θα ήθελες να κάνεις σήμερα το απόγευμα; | |
τι θα κάνεις ...; | |
τι κάνεις | |
τι κάνεις για την επιτυχία | |
τι κάνεις σήμερα το βράδυ; | |
τι κάνεις; | |
τι καιρό κάνει; |