Ungersk-Grekisk ordbok »

vétel betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
vétel

αγορά◼◼◼

λήψη◼◼◼

παραλαβή◼◼◻

απόκτηση◼◼◻

ρεσεψιόν

υποδοχή

aktív részvétel

ενεργός συμμετοχή◼◼◼

bevétel

έσοδα◼◼◼

εισόδημα◼◼◻

έσοδο◼◼◻

κέρδος◼◼◻

είσπραξη◼◼◻

διανομή◼◻◻

λήψη◼◻◻

πίστωση◼◻◻

παράδοση◼◻◻

πιστωτικός

πρόσοδος

(pénzügyi) τα έσοδα

birtokbavétel

κατοχή◼◼◼

περιουσιακό στοιχείο◼◻◻

elfogadható napi felvétel

ημερήσια επιτρεπόμενη δόση

felvétel

πρόσληψη◼◼◼

εγγραφή◼◼◼

λήψη◼◼◻

εισαγωγή◼◼◻

καταγραφή◼◼◻

άποψη◼◻◻

καταχώρηση◼◻◻

ηχογράφηση◼◻◻

εικόνα◼◻◻

είσοδος◼◻◻

πρόθεση◼◻◻

μαγνητοσκόπηση◼◻◻

παραδοχή◼◻◻

figyelembevétel

προσοχή◼◼◼

igénybevétel

χρήση◼◼◼

αίτηση◼◼◻

εφαρμογή◼◼◻

πρόγραμμα◼◼◻

12