Ungersk-Grekisk ordbok »

vétel betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
igénybevétel

καταπόνηση◼◼◻

πρόσληψη◼◻◻

απασχόληση◼◻◻

εργασία◼◻◻

τάση◼◻◻

έμφαση

περιουσία

kivétel

εξαίρεση◼◼◼

ανεξαιρέτως◼◻◻

(szabály alól) η εξαίρεση

kivételes

εξαιρετικός◼◼◼

έκτακτος◼◼◻

μεμονωμένος◼◻◻

kivételes adó

έκτακτος φόρος

kivételesen

εξαιρετικά◼◼◼

környezeti elszámolás/számbavétel

περιβαλλοντική λογιστική

légifelvétel

αεροφωτογράφηση

mintavétel

δειγματοληψία◼◼◼

országos környezeti számbavétel

εθνική λογιστική για το περιβάλλον

pénz levétele

ανάληψη

pénzkivétel

ανάληψη◼◼◼

részvétel

συμμετοχή (η)◼◼◼

παρουσία◼◻◻

röntgenfelvétel

ακτινογραφία◼◼◼

társadalmi részvétel

συμμετοχή του δημοσίου

utasfelvételi pult

γραφείο check-in

visszavétel

ανάκτηση◼◼◼

átvétel

παραλαβή◼◼◼

λήψη◼◼◻

αποδοχή◼◼◻

απόδειξη◼◼◻

υποδοχή◼◻◻

észrevétel

παρατήρηση◼◼◼

αντίληψη◼◻◻

12