Ungersk-Grekisk ordbok »

mér betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
mérleg

Ζυγός◼◼◻

υπόλοιπο (λογαριασμού)/ισοζύγιο/ισοστάθμιση/ισορροπία◼◼◻

ζυγαριά◼◻◻

ισορροπία◼◻◻

ισορροπώ

ισοσκελίζω

Mérleg

Ζυγός◼◼◼

ζυγαριά◼◻◻

mérlegel

ζυγίζω

mérleghinta

κούνια

τραμπάλα

mérnök

μηχανολόγος

mérnöki

μηχανική◼◼◼

mérnöki munka

μηχανουργείο

mérnöki szak

εφαρμοσμένη μηχανική

mérnöki tudomány

μηχανική

μηχανική/μηχανολογία/σχεδιασμός

μηχανολογία

σχεδιασμός

mérsékelt

μέτριος◼◼◼

moderate◼◼◻

mértan

γεωμετρία

γεωμετρία (geometría)

mérték

επίπεδο◼◼◼

μέτρο◼◼◼

βαθμός◼◼◻

ποσότητα◼◼◻

μέτρηση◼◼◻

ρυθμός◼◼◻

δόση◼◻◻

στάθμη◼◻◻

δίπλωμα◼◻◻

κανόνας◼◻◻

μοίρα◼◻◻

πτυχίο◼◻◻

mértékegység

μονάδα◼◼◼

μονάδα μέτρησης◼◼◼

ένα◼◼◻

ένας◼◻◻

mértéket vesz

μετρώ

123