Grekiska | Ungerska |
---|---|
μονάδα | egység◼◼◼ mértékegység◼◼◻ |
μονάδα (εργοστάσιο) που λειτουργεί με (χρησιμοποιεί) αέριο | |
μονάδα (σταθμός) καθαρισμού | |
μονάδα (σταθμός) παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (ισχύος) | |
μονάδα αφαλάτωσης | |
μονάδα δασοκομίας | |
μονάδα επεξεργασίας επιφανειών (οξίνισης) | |
μονάδα ηλεκρτοπαραγωγής | |
μονάδα θέρμανσης | |
μονάδα μέτρησης | mértékegység◼◼◼ |
μονάδα νοικοκυριού | |
μονάδα παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα | |
μονάδα σκληρού δίσκου | merevlemez◼◼◼ |
μονάδα υδροηλεκτρικής ενέργειας | |
μονάδα χημικής βιομηχανίας | |
μονάδα χημικής βιομηχανίας/εργοστάσιο χημικών | |
(pl. telefonkártyán) η μονάδα | |
Αμπέρ (μονάδα μέτρησης) | Amper◼◼◼ |
απηρχαιωμένη μονάδα | |
αστρονομική μονάδα | |
Ατμόσφαιρα (μονάδα) | |
Βαρομετρική μονάδα | |
Βατ (μονάδα μέτρησης) | |
βιομηχανική εγκατάσταση (μονάδα) [κτήριο] | üzem◼◼◼ |
εξοπλισμός εργοστασίου (βιομηχανικής μονάδας) | |
η λεμονάδα | |
Κεντρική Μονάδα Επεξεργασίας | CPU◼◼◼ |
κεντρική μονάδα επεξεργασίας | |
κεντρική μονάδα παραγωγής θερμότητας | |
Κουλόμπ (μονάδα μέτρησης) | Coulomb◼◼◼ |
λεμονάδα | |
Μέτρο (μονάδα μήκους) | Méter◼◼◼ |
μεγάλη μονάδα παραγωγής ενέργειας από καύσιμες ύλες | |
οικογενειακή μονάδα | |
οικογενειακή μονάδα/νοικοκυριό | |
πρότυπη μονάδα/πειραματική εγκατάσταση | |
Πόδι (μονάδα μήκους) |