Ungersk-Grekisk ordbok »

mér betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
mértékismeret

μετρολογία

mérvadó

αποφασιστικός◼◼◼

mérés

μέτρο◼◼◼

διαστάσεις◼◼◻

καταμέτρηση◼◼◻

κανόνας◼◻◻

mérési módszer

μέθοδος μέτρησης◼◼◼

mérési program

πρόγραμμα μετρήσεων◼◼◼

méréstan

μετρολογία◼◼◼

mérőeszköz

συσκευή (όργανο) μέτρησης/μετρητής◼◼◼

mérőszalag

μεζούρα

μεζούρα / μέτρο

a hőmérséklet 25 fok körül van

οι θερμοκρασίες κυμαίνονται στους εικοσιπέντε βαθμους

a hőmérséklete ...

η θερμοκρασία σας είναι ...

agrármérnöki tudomány

γεωργική μηχανική

anyagmérleg

ισορροπία της ύλης

Atmoszféra (mértékegység)

Ατμόσφαιρα (μονάδα)◼◼◼

Bar (mértékegység)

Βαρομετρική μονάδα

bemérés

ανίχνευση

εντοπισμός

φώραση

biológiai vízmérleg

βιολογική ισορροπία των υδάτων

Csomó (mértékegység)

Κόμβος

döntetlen játék / döntetlen mérkőzés

να έρθω ισοπαλία

ellenméreg

αντίδοτο◼◼◼

ellenőrző mérés/intézkedés

μέτρο (μέτρηση) ελέγχου (συγκράτησης)

energiamérleg

ενεργειακό ισοζύγιο◼◼◼

erőforrás felmérés

αποτίμηση (οικονομική εκτίμηση) πόρου

erőmérő

δυναμόμετρο◼◼◼

faméréstan

δενδρομετρία

felmér

περίπτωση◼◼◼

πλαίσιο◼◼◼

υπόθεση◼◻◻

πτώση◼◻◻

felmérés

επισκόπηση◼◼◼

τεστ◼◻◻

τοπογράφηση◼◻◻

feszültségmérő

βολτόμετρο◼◼◼

folyó fizetési mérleg

Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών◼◼◼

földméréstan

γεωδαισία

1234