Ungersk-Grekisk ordbok »

len betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
lenni

πρέπει να◼◼◼

είναι◼◻◻

έχει◼◻◻

πρόκειται

βρίσκομαι

γίνομαι (gínomai)

είμαι

έχω

κρατώ

ον

υπάρχω

lent

υπό◼◼◼

αποκάτω

lent, le

κάτω

lenulláz

μηδέν◼◼◼

lény

είναι◼◼◼

δημιούργημα

είμαι

ον

ουσία

πλάσμα

πράγμα

το ον (tsz: τα όντα)

lényeg

ουσία◼◼◼

ουσία (η)◼◼◼

θέση◼◼◻

σημείο◼◻◻

στιγμή◼◻◻

αναφορά◼◻◻

ουσίες◼◻◻

βαθμός◼◻◻

κεντρική ιδέα◼◻◻

περιουσία◼◻◻

υπόσταση◼◻◻

αιχμή

εσάνς

η ουσία, (jelentőég) η σημασία

lényegében

ουσιαστικά◼◼◼

βασικά◼◼◻

κατ' ουσίαν◼◼◻

123