Grekiska | Ungerska |
---|---|
κρατώ | megtart◼◼◼ |
κρατώντας | tartás◼◼◼ |
(feltételeket) κρατώ (-άω, -ήσω), τηρώ (-ήσω) | |
I. ige (tart) κρατώ (-άω, -ήσω), (megfog) πιάνω (-σω), nem fog a toll δεν γράφει το στυλό (segédig a jövő idő kifejezésére) θα mit fogsz csinálni? τι θα κάνεις; II. főnév το δόντι | |
Ένωση Κρατών της Νοτιοανατολικής Ασίας | |
Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών | FÁK◼◼◼ |