Grekiska | Ungerska |
---|---|
πράγμα | ügy◼◼◼ anyag◼◼◼ tárgy◼◼◼ parlament◼◼◻ tulajdon◼◼◻ dolog◼◻◻ valami◼◻◻ |
πράγμα που | ami◼◼◼ |
πράγματα | dolog◼◼◼ anyag◼◼◻ |
πράγματι | valóban◼◼◼ valójában◼◼◼ csakugyan◼◼◻ valódi◼◼◻ tényleg◼◻◻ valóságos◼◻◻ |
έφαγε ένα ολόκληρο κοτόπουλο, (πράγμα) που δεν είναι και τόσο εύκολο | |
έχετε κάποιο χώρο όπου θα μπορούσαμε να αφήσουμε τα πράγματά μας;; | |
δεν μπορώ να κάνω δύο πράγματα ταυτόχρονα (hirtelen) ξαφνικά | |
πως πάνε τα πράγματα; (σχετικά ανεπίσημο) |