Ungersk-Grekisk ordbok »

út betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
benzinkút

βενζινάδικο (το)

το βενζινάδικο

bosszút álltam a sértésért

πήρα εκδίκηση για την προσβολή

buszos út

δρομολόγιο λεωφορείου

bútor

έπιπλα◼◼◼

επίπλωση◼◼◻

έπιπλο◼◻◻

είδη επιπλώσεων

bútordarab

έπιπλα◼◼◼

έπιπλο

bútorfényező

βερνίκι επίπλων

bútoripar

βιομηχανία ειδών επίπλωσης (επίπλων)

Bútorok

Έπιπλα

bútorozott

επιπλωμένος (-η-ο)

bútorozott vagy bútorozatlan szállást keres?

ψάχνετε για επιπλωμένη ή ανεπίπλωτη κατοικία;

defektet kaptunk az úton

μας έπιασε λάστιχο στο δρόμο

egyirányú út

μονόδρομος

egyúttal

(egyidejűleg) ταυτόχρονα, (ezenkívül, egyszersmind) επίσης

elkerülő út

παράκαμψη

παρακάμπτω

παρακαμπτήριος

ez a jó út ... felé?

απο εδώ είναι ο σωστός δρόμος για ...;

ez az az út

από εδώ είναι ο δρόμος

από εκεί είναι

ezúttal

αυτή τη φορά◼◼◼

fiútestvér

αδελφός◼◼◼

αδερφός (ο)

földalatti vasút

μετρό

υπόγειος

υπόγειος σιδηρόδρομος

grépfrút

γκρέιπφρουτ◼◼◼

Grépfrút

Γκρέιπ-φρουτ

gyanútlan

ανυποψίαστος

gyorsvasút

ταχεία αμαξοστοιχία

hajóút

ταξίδι◼◼◼

hogy juthatok el a vasútállomásra?

πώς μπορώ να πάω

hol van a legközelebbi benzinkút, üzlet, kávézó, wc, stb.?

πόσο μακριά είναι ο κοντινότερος σταθμός για βενζίνη, φαγητό, τουαλέτες;

hol van a legközelebbi benzinkút?

που βρίσκεται το κοντινότερο πρατήριο βενζίνης;

hosszú az út?

είναι πολύς δρόμος

hosszútávú

μακροπρόθεσμα◼◼◼

1234