Ungersk-Grekisk ordbok »

út betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
útmunkálatok

έργα

útmutatás

διεύθυνση◼◼◼

κατεύθυνση◼◼◼

útmutató

οδηγός◼◼◼

úton van

είναι στο δρόμο

útonálló

ληστής

úttest

οδός◼◼◼

οδόστρωμα◼◼◼

úttörő

πρωτοπόρος◼◼◼

πιονιέρος

πρωτοποριακός

σκαπανέας

útvesztő

λαβύρινθος

útvonal

διαδρομή◼◼◼

δρομολόγιο◼◼◼

δρόμος

útválasztó

δρομολογητής◼◼◼

a rossz úton megy

πάτε λάθος

abszolút

απόλυτα◼◼◼

απόλυτος◼◼◻

abszolút nulla fok

απόλυτο μηδέν

abszolút érték

απόλυτη τιμή◼◼◼

abszolúte

απόλυτα

abszolútum

απόλυτος

alagút

σήραγγα◼◼◼

τούνελ◼◻◻

στοά

attribútum

χαρακτηριστικό◼◼◼

γνώρισμα◼◼◼

ιδιότητα◼◻◻

στήλη

autóút

αυτοκινητόδρομος◼◼◼

οδός◼◼◻

az út lezárva

παρεκτροπή

az útlevelét és a jegyét kérem

το διαβατήριο και το εισητήριο σας παρακαλώ

Bejrút

Βηρυττός

bekötő út

οδική πρόσβαση

belső víziúti szállítás

εσωτερικές πλωτές μεταφορές

benzinkút

πρατήριο καυσίμων◼◼◼

αντλία

123