Grekiska | Ungerska |
---|---|
οδός | út◼◼◼ utca◼◼◼ mód◼◼◼ közút◼◼◻ tekintet◼◻◻ úttest◼◻◻ autópálya◼◻◻ csatorna◼◻◻ irány◼◻◻ módszer◼◻◻ |
οδός (odós) | utca◼◼◼ |
οδός (η) | |
αεροσυνοδός | |
αυτοκινητόδρομος/οδός ταχείας κυκλοφορίας | |
ο αυτοκινητόδρομος, η εθνική οδός | |
ο/η συνοδός | |
συνοδός | |
τέφρα/στάχτη/σποδός | |
τροχιά/διαδρομή/ροή/οδός/μονοπάτι |