Ungersk-Grekisk ordbok »

öl betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
gyűlölet

μίσος (mísos)◼◼◼

έχθρα

έχθρα (ékhthra)

απέχθεια

gyűlöletes

απαίσιος

απεχθής

ειδεχθής

εξωφρενικός

σοκαριστικός

φρικαλέος

gyűlölöm ...

μισώ ...

gömböl

στρογγυλός (-ή-ό)

σφαιρικός

gőzöl

ατμός

gőzölög

ατμός

αχνίζω

αχνός

υδρατμός

Havasalföld

Βλαχία

hegyfok/földnyelv (földrajz)

ακρωτήριο

helyettesítés költsége

κόστος αντικατάστασης

holdtölte

πανσέληνος

hölgy

κυρία◼◼◼

κυρία (η)◼◼◼

γυναίκα

η κυρία

λαίδη

hölgyeim és uraim

κυρίες και κύριοι

hölgyem

κυρία◼◼◼

idegengyűlölet

ξενοφοβία◼◼◼

időtöltés

χόμπι◼◼◼

II. főcsoport elemei (lúgos földfémek)

αλκαλικές γαίες

στοιχεία της ομάδας II

στοιχεία της ομάδας II (αλκαλικές γαίες)

jelöl

σήμα◼◼◼

οριστική◼◼◻

ενδεικτικός◼◻◻

jelölt

υποψήφιος◼◼◼

αιτών◼◻◻

αιτούμενος◼◻◻

891011