Ungersk-Grekisk ordbok »

öl betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
fölött

άνω◼◼◻

υπεράνω◼◼◻

ανωτέρω◼◻◻

füstöl

κάπνισμα◼◼◼

καπνίζω

füstölt

καπνιστός◼◼◼

füstölt hering

καπνιστή ρέγγα

füstölt lazac

καπνιστός σολωμός

gazdaságföldrajz

οικονομική γεωγραφία

gombaölőszer

μυκητοκτόνο◼◼◼

Gyenge kölcsönhatás

Ασθενής αλληλεπίδραση

gyömöszöl

ζουλώ

στριμώχνω

Gyümölcs

Φρούτα◼◼◼

gyümölcs

προϊόν◼◼◼

φρούτο◼◼◻

φρούτο (frúto)◼◼◻

καρπός (karpós)◼◼◻

το φρούτο◼◻◻

έμβρυο

γέννημα

οπωρικό

οπωρικό (oporikó)

οπώρα

οπώρα (opóra)

φρούτον

gyümölcsfa

οπωροφόρο δέντρο

gyümölcshús

σάρκα◼◼◼

πολτός◼◼◻

gyümölcskosár

γλυκίσματα

gyümölcslé

χυμός◼◼◼

φρουτοποτό

φρουτοχυμός

gyümölcssaláta

φρουτοσαλάτα

gyümölcstermesztés

καλλιέργεια οπωροφόρων/οπωροκομία

gyümölcsíz

μαρμελάδα

gyümölcsös

οπωρώνας◼◼◼

gyümölcsöző

γόνιμος◼◼◼

gyűlöl

απεχθάνομαι

μισώ (-ήσω)

78910

Sökhistorik