Ungersk-Grekisk ordbok »

öl betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
öl

θανάτωση◼◼◼

δολοφονώ

θανατώνω (thanatóno)

σκοτώνω

σκοτώνω (skotóno)

φονεύω

φονεύω (fonévo)

öldöklés

σφαγή

ölel

αγκάλιασμα

αγκαλιά

αγκαλιάζω

ασπάζομαι

ölelés

αγκάλιασμα

αγκαλιά

αγκαλιάζω

ασπασμός

öltés

γαζί◼◼◼

ραφή◼◻◻

σημείο◼◻◻

βελονιά

πόντος

ράβω

öltöny

σύνολο◼◼◼

μαζί◼◻◻

ενδυμασία

πλήρης

öltözet

ενδυμασία◼◼◼

ιματισμός◼◼◼

φουστάνι (fustáni)

öltözik

ενδύω

ντύνομαι

ντύνω

öltözködik

ντύνω

öltöztet

ντύνω

öltöztet (→ ντύνομαι öltözködik)

ντύνω

öltözék

περιβολή

ρούχο

φουστάνι (fustáni)

(+ tárgyeset) üdvözöl vkit, köszön vkinek

χαιρετώ

a föld felhasználása

χρήση γης

12