Ungersk-Grekisk ordbok »

öl betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
bölcső

λίκνο◼◼◼

κούνια

bölcsődal

νανούρισμα

bölcsőde

βρεφοκομείο

φυτώριο

bölény

βίσονας

βουβάλι

bölömbika

ήταυρος

chorológia, növény/állatföldrajz

χωρολογία

Csecsenföld

Τσετσενία◼◼◼

csillaggyümölcs

καραμπόλα

Csukcsföld

Αυτόνομος θύλακας Τσουκότκα

cölibátus

αγαμία

cölöp

κοντάρι

πάσσαλος

παλούκι

diák kölcsön

φοιτητικό δάνειο

dokumentumkölcsönzés

δανεισμός εγγράφων

domborzat (föld)

ανάγλυφο του εδάφους◼◼◼

dölyf

υπεροψία

dölyfös

υπεροπτικός

dörzsöl

τρίβω (-ψω)

dörzsöl, reszel

τρίβω

egerészölyv

γερακίνα◼◼◼

elbűvöl

γοητεύω

elbűvölő

γοητευτικός

θελκτικός

συναρπαστικός

χαριτωμένος

elektromos energiatermelés költsége

κόστος παραγωγής ηλεκτρισμού

elektromos töltés

ηλεκτρικό φορτίο◼◼◼

elektromágneses kölcsönhatás

ηλεκτρομαγνητική αλληλεπίδραση

elföldel

ενταφιάζω

elföldelés

ταφή◼◼◼

elkölt

αναλώνω

ξοδεύω (-ψω)

elköltözik

μετακομίζω (-σω), αλλάζω (-ξω) σπίτι

elköltözködik

κινώ

μετακομίζω

eltölt

περνώ (-άω, -άσω)

1234