Ungersk-Grekisk ordbok »

öl betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
a járatot törölték

η πτήση ακυρώθηκε

a lakás az iroda fölött van

το διαμέρισμα είναι πάνω από το γραφείο

a szomszéd rétje mindig zöldebb

το ξένο είναι πιο γλυκό

του γείτονα είναι πάντα καλύτερο

a vonatot törölték

το τραίνο έχει ακυρωθεί

alapvető kölcsönhatások

Θεμελιώδης αλληλεπίδραση

alföld

πεδιάδα◼◼◼

κάμπος

alkáliföldfém

αλκαλική γαία◼◼◼

amerikai bölény

βίσονας

βόνασος

anyaföld

πατρίδα

baktériumölő szer

βακτηριοκτόνο/βακτηριδιοκτόνο

Baszkföld

Χώρα των Βάσκων◼◼◼

bedörzsöl

τρίψιμο◼◼◼

belföld

το εσωτερικό◼◼◼

εσωτερικό◼◼◼

ενδοχώρα◼◻◻

belföldi

εγχώριος◼◼◼

ντόπιος◼◻◻

αυτόχθων

γηγενής

ιθαγενής

οικιακός

Botteni-öböl

Βοθνιακός κόλπος

bányafeltöltés

πλήρωση ορυχείου (μεταλλείου)

bérel, kölcsönöz

νοικιάζω

bögöly

αλογόμυγα

böjtöl

γρήγορα

γρήγορος

νηστεύω

bölcs

σοφός◼◼◼

συνετός

φασκομηλιά

bölcsek köve

φιλοσοφική λίθος

bölcselet

φιλοσοφία

bölcsesség

γνώση◼◼◼

σοφία◼◼◼

bölcsességfog

φρονιμίτης

bölcsész

φιλόλογος

123