Hungarian-Greek dictionary »

vesz meaning in Greek

HungarianGreek
nyelvész

γλωσσολόγος

Nyelvészet

Γλωσσολογία◼◼◼

összetéveszt

συγχέω

Portál:Filmművészet

Πύλη:Κινηματογράφος

régi veszélyes lerakóhely

παλαιά επικίνδυνη τοποθεσία (περιοχή)

részt vesz

κοινωνώ

μεταλαμβάνω

μετέχω

μοιράζομαι

παίρνω μερίδιο

παίρνω μέρος

παρίσταμαι

συμμετέχω

συνεργώ σε

rokonlátogatáson veszek részt

επισκέπτομαι συγγενείς

szennyezőanyagok okozta veszély

επικινδυνότητα των ρύπων

szépművészetek

καλές τέχνες

szilveszter

παραμονή πρωτοχρονιάς

Παραμονή Πρωτοχρονιάς

Szilveszter

Συλβέστρος

Színházművészet

Θέατρο

színművész

ηθοποιός

talajvíz veszélyeztetés

απειλή (κίνδυνος) για τα υπόγεια ύδατα

természeti veszély

φυσικός κίνδυνος

természeti veszélymegelőzés

πρόληψη (αποφυγή) φυσικών κινδύνων

tesz, rak, (ruhát) felvesz, önt

βάζω (βάλω)

tűzvész

πυρκαγιά◼◼◼

φωτιά

útvesz

λαβύρινθος

456