Hungarian-Greek dictionary »

van meaning in Greek

HungarianGreek
állvány

στήριγμα◼◼◻

πλαίσιο◼◻◻

σκελετός

εξέδρα

στέκομαι

állványzat

ικρίωμα◼◼◼

σκαλωσιά

amennyiben egyéb információra van szüksége, kérem, forduljon hozzám bizalommal.

εαν θα θέλατε περισσότερες πληροφορίες παρακαλώ μην διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μου.

anyagi gondjaim vannak

έχω οικονομικά προβλήματα

ásvány

ορυκτό◼◼◼

μετάλλευμα◼◻◻

μέταλλο◼◻◻

ορυκτός◼◻◻

ásványanyag

ορυκτή ύλη

ásványbányászat

εξόρυξη ορυκτών

ásványi

ορυκτό◼◼◼

ásványi erőforrás

ορυκτοί πόροι◼◼◼

ásványi hulladék

ορυκτά απόβλητα◼◼◼

ásványi olaj

ορυκτέλαιο

ásványi szálasanyag

ορυκτή ίνα

ásványi szennyezés

ανόργανη ρύπανση

ásványi talajjavító

ορυκτό βελτιωτικό

ásványipar

βιομηχανία ορυκτών (μεταλλευμάτων)◼◼◼

ásványlelőhely

κοίτασμα ορυκτού

ásványolaj

πετρέλαιο◼◼◼

αργό πετρέλαιο◼◻◻

ásványosodás

ορυκτοποίηση

ásványtan

Ορυκτολογία◼◼◼

ásványvíz

νερό◼◼◼

το μεταλλικό νερό◼◼◻

εμφιαλωμένο νερό

attól tartok, hogy a szám titkosítva van

φοβάμαι πως αυτός ο αριθμός είναι απόκρυφος

avantgárd

εμπροσθοφυλακή

az akku le van merülve

έχει πέσει η μπαταρία

az asztalnál szolgálnak ki vagy önkiszolgálás van?

παραγγέλνουμε από το τραπέζι ή είναι σελφ-σέρβις;

az ön szobája ... emeleten van

το δωμάτιο σας βρίσκεται στον ... όροφο

bálvány

είδωλο

ίνδαλμα

bálványimádás

ειδωλολατρία

bálványozás

ειδωλολατρία

3456