Hungarian-Greek dictionary »

vér meaning in Greek

HungarianGreek
vér, vastag

παχύς-ιά-ύ

leánytestvér

αδελφή◼◼◼

lánytestvér

αδελφή◼◼◼

αδερφή

αδερφή (η)

magas vérnyomás

υψηλή πίεση αίματος

melegvérű állat

θερμόαιμο ζώο

mellvért

θώρακας

nagyon hasonlítasz a testvéredre

μοιάζεις πολύ με τον αδερφό σου

vér

αδελφή◼◼◼

αδελφή (adelfí)◼◼◼

αδερφή

θηλάζω

μοναχή

νοσηλευτής

νοσηλεύτρια

νοσοκόμα

νοσοκόμος

νοσοκόμος / νοσοκόμα

παραμάνα

vér (f)

νοσηλευτής (nosileftis)

νοσηλεύτρια (nosileftria)

νοσοκόμα (nosokoma)

νοσοκόμος (nosokomos)

Olivér

Όλιβερ

szív- vér- és keringési betegség

καρδι(ο)αγγειακό νόσημα

testvér

αδελφός◼◼◼

αδελφή◼◼◼

αδερφός◼◻◻

αμφιθαλής◼◻◻

αδέλφι

testvérek

αδέρφια (τα)

testvériség

αδελφικότητα

αδελφοσύνη

αδελφότητα

συναδέλφωση

vérzékelés

τηλεανίχνευση◼◼◼

vérzékelő központ

κέντρο τηλεανίχνευσης

unokatestvér

εξάδελφος◼◼◼

πρώτος◼◼◻

1234