Hungarian-Greek dictionary »

vél meaning in Greek

HungarianGreek
Levél (növény)

Φύλλο (βοτανική)◼◼◼

levél, betű

γράμμα (το)

levélboríték

φάκελος

levéllemez

έλασμα◼◼◼

levélláda

γραμματοκιβώτιο

levélszekrény

γραμματοκιβώτιο

levélszár

στέλεχος◼◼◼

levéltelen

άφυλλος

levéltár

το αρχείο

levélvesztés

φυλλόρροια

levélváltás

αλληλογραφία◼◼◼

mesterlevél

δίπλωμα◼◼◼

minden útlevél

όλα τα διαβατήρια

oklevél

πιστοποιητικό◼◼◼

πτυχίο◼◼◻

szakvélemény

γνώμη◼◼◼

άποψη◼◻◻

szervezetek véletlenszerű kibocsátása

τυχαία ελευθέρωση οργανισμών

szívélyes üdvözlettel

εύχομαι τα καλύτερα,

tart, vél (→ θεωρούμαι [+alanyeset] tartják vmilyennek)

θεωρώ

tealevél

τσάι◼◼◼

tűlevél

βελόνα

πευκοβελόνα

álvéletlen

ψευδοτυχαίος

útlevél

διαβατήριο (diavatírio)◼◼◼

διαβατήριο (το)◼◼◼

útlevélellenőrzés

έλεγχος διαβατηρίων

123