Please enable javascript to use dictionary! Howto enable javascript?
ηγεμονεύω▼
κυβερνώ▼
κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, (időtartam) το (χρονικό) διάστημα, η διάρκεια▼
αυταρχία▼
δεσποτισμός▼
↑