Hungarian-Greek dictionary »

ural meaning in Greek

HungarianGreek
ural

βασιλεύω

δεσπόζω

ηγεμονεύω

κανόνας

κυβερνώ

uralkodik

κυβερνώ

uralkodás

κυβερνώ

uralkodó

κυβερνήτης◼◼◼

κορόνα◼◻◻

ηγεμόνας

κυρίαρχος

μονάρχης

πρίγκιπας

uralkodóház

δυναστεία

uralom

ηγεμονεύω

κυβερνώ

a török uralom ideje alatt

κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, (időtartam) το (χρονικό) διάστημα, η διάρκεια

Attila (hun uralkodó)

Αττίλας

egyeduralkodó

μονάρχης

multikulturalizmus

πολυπολιτισμικότητα◼◼◼

Nagy Károly frank uralkodó

Καρλομάγνος

naturalista

φυσιοδίφης

naturalizmus

φυσιοκρατία

oszd meg és uralkodj

διαίρει και βασίλευε

pluralizmus

πλουραλισμός◼◼◼

strukturalizmus

δομισμός

στρουκτουραλισμός

Strukturalizmus

Στρουκτουραλισμός

önkényuralom

αυταρχία

δεσποτισμός