Hungarian-Greek dictionary »

tol meaning in Greek

HungarianGreek
érezni, tölteni időt

περνώ, πέρσα, θα περάσω

eszkatológia

εσχατολογία

étolaj

λάδι◼◼◼

έλαιο◼◼◻

étolaj-és zsiradékgyártás

βιομηχανία ελαίων και γράσων (ελαιολιπαρών)

ettől fogva

εφεξής

ettől függetlenül

ούτως ή άλλως◼◼◼

εν πάση περιπτώσει

Európa (mitológia)

Αρπαγή της Ευρώπης

ez attól függ

εξαρτάται

ez tőled függ

αυτό εξαρτάται από σένα

fel kell töltenem a telefonomat

πρέπει να φορτίσω το κινητό μου

feltehetőleg

πιθανόν◼◼◼

υποθετικά◼◼◻

feltölt

αναφόρτωση◼◼◼

φόρτιση◼◼◼

(megtölt) γεμίζω (-σω), (akkumulátort) φορτίζω (-σω)

φόρτωμα

feltöltés

φόρτιση◼◼◼

μεταφόρτωση◼◼◻

αναφόρτωση◼◻◻

ευθύνη◼◻◻

κατηγορία◼◻◻

φορτίο◼◻◻

ανέγερση εγκατάστασης (οικοδομής)

feltöltődik

φόρτιση◼◼◼

flörtöl

ερωτοτροπώ

φλερτ

φλερτάρω

folytatólagos

εξακολουθητικός

fontolgat

θεωρώ

függ vmtől

εξαρτώμαι (εξαρτηθώ)

füstöl

κάπνισμα◼◼◼

καπνίζω

füstölt

καπνιστός◼◼◼

füstölt hering

καπνιστή ρέγγα

füstölt lazac

καπνιστός σολωμός

tol

κωλυσιεργώ

παρεμποδίζω

géppisztoly

πολυβόλο

3456