Hungarian-Greek dictionary »

töm meaning in Greek

HungarianGreek
tömör

στερεός◼◼◻

ενημέρωση◼◻◻

σύμβαση◼◻◻

συμφωνία◼◻◻

δικογραφία◼◻◻

κλείσιμο◼◻◻

περίληψη◼◻◻

συνοπτικός◼◻◻

βραχύς

λακωνικός

περιεκτικός

σύντομος

tömörítés

συμπίεση◼◼◼

πύκνωση◼◼◻

συμπύκνωση◼◻◻

(συμ)πύκνωση/συμπίεση/σύμπτυξη/κυλίνδρωση

κυλίνδρωση

σύμπτυξη

atomtömeg

ατομικό βάρος◼◼◼

az egyik tömésem kiesett

ένα από τα σφραγίσματά μου έχει φύγει

betöm

γεμίζω

fémtömegcikk-ipar

βιομηχανία (κλάδος) προϊόντων μετάλλου

háztömb

το τετράγωνο

jegyzettömb

σημειωματάριο◼◼◼

kritikus tömeg

κρίσιμη μάζα◼◼◼

két tömésre van szüksége

θα χρειαστείτε δυο σφραγίσματα

molekulatömeg

μοριακό βάρος◼◼◼

pöttöm

υποκοριστικό

υποκοριστικός

testtömegindex

δείκτης μάζας σώματος◼◼◼

vérátömlesztés

μετάγγιση◼◼◼

átömlesztés

μετάγγιση◼◼◼

μετάγγιση αίματος◼◼◼

12