Hungarian-Greek dictionary »

nehéz meaning in Greek

HungarianGreek
nehéz

δυσχερής◼◼◼

δύσκολος◼◼◻

δύσκολος (-η-ο)◼◼◻

δύσκολος (dýskolos)◼◼◻

επαχθής◼◼◻

αδύνατος◼◻◻

ανησυχητικός

δύσκολος / δύσκολη / δύσκολο

κακοποιός

σκληρός

χαλεπός

nehéz (súlyra)

βαρύς-ιά-ύ

nehéz / súlyos

βαρύς / βαριά / βαρύ

nehéz légzés

δύσπνοια

nehézfém

βαρύ μέταλλο◼◼◼

nehézfém terhelés

φορτίο βαρέων μετάλλων

nehézjármű forgalom

κυκλοφορία οχημάτων μεταφοράς βαρέων φορτίων

nehézség

προβλήματα◼◼◼

δυσκολία◼◼◼

δυσκολία (η)◼◼◼

δυσχέρεια◼◼◻

πρόβλημα◼◼◻

υποχρέωση◼◻◻

δοκιμή◼◻◻

δοκιμασία

Nehézvíz

Βαρύ ύδωρ◼◼◼