Hungarian-Greek dictionary »

nő meaning in Greek

HungarianGreek
elvtárs (f)

σύντροφος (sýntrofos)

elárusító

κορίτσι

πωλήτρια

Er

Ερνέστος

erózió ellerzése

προστασία από τη διάβρωση/έλεγχος της διάβρωσης

fejő

αρμέχτρα

fel

μεγαλώνω (-σω)

feltt

ενήλικας◼◼◼

μεγάλος◼◻◻

ο ενήλικος, ο μεγάλος

felttoktatás

εκπαίδευση ενηλίκων◼◼◼

felszínalatti vízmiség

ποιότητα των υπογείων υδάτων

feltű

εμφανής◼◼◼

περίοπτος

fodrász (i)

κομμωτής (ο) (η κομμώτρια)◼◼◼

földtek

ορμίσκος

gróf

κοντέσα

κόμισσα

görög (ember/férfi - )

Έλληνας (ο) - Ελληνίδα (η)◼◼◼

görög színész Ελληνίδα,

(nem személyre vonatkozóan) ελληνικός (-ή-ό)

herceg

βασιλοπούλα

δούκισσα

η πριγκίπισσα

πριγκήπισσα

πριγκίπισσα

hitelmisítés

πίστωση◼◼◼

πιστωτικός◼◼◼

hogy hívják? (nem)

ποιό είναι το όνομά της;

hős

ηρωίδα

ηρωίνη

igazgató

διευθύντρια

immisszió ellerzés

έλεγχος των οχλήσεων

immisszióellerzési törvény

νόμος (νομοθεσία) περί ελέγχου των οχλήσεων

integrált szennyezésellerzés

ενιαίος έλεγχος της ρύπανσης

isten

θεά

jegy eller

ελεγκτής εισητηρίου

jegyeller

επιθεωρητής

jegyzékellerzés

εξέταση (διερεύνηση) φακέλων (αρχείων)

Je

Ευγένιος

jós

μάντισσα

3456