Hungarian-Greek dictionary »

munka meaning in Greek

HungarianGreek
munkakör

εργασία◼◼◼

munkálat

έργο◼◼◼

munkáltató

εργοδότης◼◼◼

munkamenet

συνεδρίαση◼◼◼

munkanélküli

άνεργοι◼◼◼

άνεργος◼◼◼

ανεργία◼◼◻

άνεργος / άνεργη

munkanélküliség

ανεργία (anergía)◼◼◼

Munkanélküliség

Ανεργία◼◼◼

munkapad

πάγκος◼◼◼

munkarend

πρόγραμμα◼◼◼

munkás

εργαζόμενος◼◼◼

εργάτης◼◻◻

κουλτούρα◼◻◻

δουλευτής

εργατικός

εργάτρια

munkásnő

εργάτρια

Munkáspárt (Egyesült Királyság)

Εργατικό κόμμα (Ηνωμένο Βασίλειο)◼◼◼

munkát kapni

να βρω μια δουλειά

munkatapasztalat

ιστορικό απασχόλησης

munkatárs

συνεργάτης◼◼◼

εκτελεστικός◼◻◻

συνάδελφος

munkaterv

πρόγραμμα◼◼◼

χρονοδιάγραμμα◼◻◻

munkatörvénykönyv

εργατικό δίκαιο

munkavállalás

εργασία◼◼◼

δουλειά

munkavállalási engedély

άδεια εργασίας◼◼◼

munkavállaló

απασχολούνται◼◼◼

υπάλληλος◼◼◻

munkaviszony

απασχόληση◼◼◼

εργασία◼◼◼

χρήση◼◻◻

δουλειά

εργοδοσία

bér / munkabér

αμοιβή

dolgozó, munkavállaló

εργαζόμενος (ο)

123