Hungarian-Greek dictionary »

magán meaning in Greek

HungarianGreek
magán

ιδιωτικός◼◼◼

προσωπικό◼◼◻

ιδιαίτερος

magánautó

αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσεως/Ι.Χ.

magánerdő

ιδιόκτητο δάσος

magánhangzó

φωνήεν

Magánhangzó

Φωνήεν

magánhangzói

φωνητικός

magánháztartás

μονάδα νοικοκυριού

magániskola

δημόσιο σχολείο◼◼◼

magánjog

ιδιωτικό δίκαιο◼◼◼

magánosítás

ιδιωτικοποίηση◼◼◼

magánszektor

ιδιωτικός τομέας◼◼◼

magánszemély

άτομο◼◼◼

ατομικός◼◼◻

magánszállítás

ιδιωτικές μεταφορές/μεταφορές με ιδιωτικά μέσα

magánszámlát szeretnék nyitni

θα ήθελα να ανοίξω ένα προσωπικό λογαριασμό

magánterület, nem nyilvános, privát

ιδιωτικό

magánterület/birtok

ιδιωτικός τομέας

magántulajdon közhasználatra való átadásáról nyilatkozat

επίσημη αναγνώριση του κοινωφελούς χαρακτήρα

magánvállalkozó

αυτεπάγγελτος

magánvállalkozó vagyok

είμαι αυτοαπασχολούμενος

magány

μοναξιά◼◼◼

ερημιά

magányos

απομακρυσμένος

magányosság

μοναξιά◼◼◼

magánzárka

απομόνωση◼◼◼

magánélet

ιδιωτικότητα◼◼◼

kérjük tartsa magánál az összes csomagját, és minden személyes holmiját

παρακαλώ να έχετε όλες τις τσάντες και τα προσωπικά σας αντικείμενα μαζί σας

külön, magán-, különös, sajátos

ιδιαίτερος (-η-ο)

nemzetközi magánjog

ιδιωτικό διεθνές δίκαιο◼◼◼

van magán egészségügyi biztosítása?

έχετε ιδιωτική ασφάλιση;

virtuális magánhálózat

εικονικό ιδιωτικό δίκτυο◼◼◼

állami-magán partnerség

συνεταιρισμός (εταιρική σχέση) ιδιωτών-δημοσίου