Hungarian-Greek dictionary »

művelt meaning in Greek

HungarianGreek
művelt

έξυπνος

λόγιος

μορφωμένος (-η-ο)

πολυμαθής

műveltség

παιδεία◼◼◼

μόρφωση◼◼◻

πολιτισμός◼◼◻

εκπαίδευση

κουλτούρα

λογιότητα