Hungarian-Greek dictionary »

művelet meaning in Greek

HungarianGreek
művelet

επιχείρηση◼◼◼

πράξη◼◼◼

λειτουργία◼◼◻

δράση◼◼◻

ενέργεια◼◼◻

κίνηση◼◻◻

επέμβαση◼◻◻

δίωξη◼◻◻

αγωγή

εγχείρηση

műveleti jel

τελεστής

τηλεφωνητής

műveletlen

αμόρφωτος

hadművelet

επιχείρηση◼◼◼

εγχείρηση

πράξη

katasztrófa kármentesítési művelet

επιχείρηση καθαρισμού (απομάκρυνσης) έπειτα από

katonai műveletek okozta kár

ζημία από (οφειλόμενη σε) στρατιωτικές ασκήσεις

kétváltozós művelet

δυαδική πράξη