Hungarian-Greek dictionary »

művel meaning in Greek

HungarianGreek
művel

ως◼◼◼

έως◼◼◻

művelet

επιχείρηση◼◼◼

πράξη◼◼◼

λειτουργία◼◼◻

δράση◼◼◻

ενέργεια◼◼◻

κίνηση◼◻◻

επέμβαση◼◻◻

δίωξη◼◻◻

αγωγή

εγχείρηση

műveleti jel

τελεστής

τηλεφωνητής

műveletlen

αμόρφωτος

művelt

έξυπνος

λόγιος

μορφωμένος (-η-ο)

πολυμαθής

műveltség

παιδεία◼◼◼

μόρφωση◼◼◻

πολιτισμός◼◼◻

εκπαίδευση

κουλτούρα

λογιότητα

művelési mód

μέθοδος καλλιέργειας

művelési rendszer

σύστημα καλλιέργειας

földművelés

γεωργία (η)◼◼◼

hadművelet

επιχείρηση◼◼◼

εγχείρηση

πράξη

katasztrófa kármentesítési művelet

επιχείρηση καθαρισμού (απομάκρυνσης) έπειτα από

katonai műveletek okozta kár

ζημία από (οφειλόμενη σε) στρατιωτικές ασκήσεις

kertművelés

κηπουρική◼◼◼

kétváltozós művelet

δυαδική πράξη

megművel

ως◼◼◼

megművelés

καλλιέργεια◼◼◼

mezőgazdasági föld megművelése

καλλιέργεια γεωργικής έκτασης

talajművelés lejtős terepen

καλλιέργεια κατά τις ισοϋψείς καμπύλες