Please enable javascript to use dictionary! Howto enable javascript?
πνευματικός▼
ψυχική επίδραση▼
τύψη▼
οι τύψεις▼
τύψη (η, tsz. -εις)▼
νιώθω τύψεις/ενοχή▼
συνείδηση▼◼◼◼
συνείδηση (syneídese)▼◼◼◼
η συνείδηση▼
ευσυνείδητος▼◼◼◼
ευσυνείδητος (-η-ο)▼◼◼◼
εργάζεται ευσυνείδητα/με ευσυνειδησία▼
ευσυνειδησία▼◼◼◼
αδίστακτος▼
↑