Hungarian-Greek dictionary »

környezeti meaning in Greek

HungarianGreek
környezetileg "barátságtalan" cég

επιχείρηση μη φιλική για το περιβάλλον

környezetileg felelős magatartás

περιβαλλοντικά υπεύθυνη συμπεριφορά

környezetileg fenntartható építészet

περιβαλλοντική (αειφόρος) αρχιτεκτονική

környezetileg helytelen irányítás

περιβαλλοντική παράβαση

környezetinformatika

πράσινη (περιβαλλοντική) πληροφορική

környezetirányítási intézmény

διοικητικό(ς) όργανο (φορέας) αρμόδιο(ς) για το περιβάλλον

διοικητικός όργανο φορέας αρμόδιος για το περιβάλλον

a mezőgazdaság környezeti jogszabályai

περιβαλλοντική νομοθεσία για (σχετικά με) τη γεωργία

energia környezeti hatása

επιπτώσεις της ενέργειας στο περιβάλλον

erdészet környezeti hatása

επιπτώσεις της δασοκομίας στο περιβάλλον

Globális Környezeti Alap

Διεθνές Ταμείο για το Περιβάλλον (ΔΤΠ)

halászat környezeti hatása

επιπτώσεις της αλιείας στο περιβάλλον

háztartások környezeti hatása

περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τις δραστηριότητες

ipar környezeti hatása

επιπτώσεις της βιομηχανίας στο περιβάλλον

közlekedés környezeti hatása

επιπτώσεις των μεταφορών στο περιβάλλον

mezőgazdaság környezeti hatása

επιπτώσεις της γεωργίας στο περιβάλλον

nemzetközi környezeti kapcsolatok

διεθνείς περιβαλλοντικές σχέσεις

országos környezeti számbavétel

εθνική λογιστική για το περιβάλλον

szabadidős tevékenység környezeti hatása

περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τις δραστηριότητες αναψυχής

turizmus környezeti hatása

επιπτώσεις του τουρισμού στο περιβάλλον

vízkultúra környezeti hatása

επιπτώσεις των υδατοκαλλιεργειών στο περιβάλλον

123