Hungarian-Greek dictionary »

kölcsön meaning in Greek

HungarianGreek
kölcsön

δάνειο◼◼◼

το δάνειο◼◼◼

δανεισμός◼◻◻

διατεθειμένος◼◻◻

kölcsönad

δάνειο◼◼◼

δανεισμός◼◻◻

δανείζω

δανείζω (-σω)

kölcsönadó

δανειστής◼◼◼

kölcsönhatás

αλληλεπίδραση◼◼◼

διάδραση◼◼◻

kölcsönkér

δανείζομαι

kölcsönkérhetném a telefonodat?

μπορώ να δανειστώ το κινητό σου παρακαλώ;

kölcsönvesz

δανείζομαι (-στώ)

kölcsönzés

εκμίσθωση◼◼◼

kölcsön

δανειολήπτης

kölcsönös

αμοιβαίος◼◼◼

αμοιβαίος (-α-ο)◼◼◼

κοινός◼◼◻

kölcsönösen

αμοιβαία◼◼◼

kölcsönöz

δανείζομαι

δανείζω

νοικιάζω (-σω)

kölcsönöz, kölcsönad (→

δανείζω

kölcsönöz, kölcsönvesz, kölcsönt vesz fel)

δανείζομαι

alapvető kölcsönhatások

Θεμελιώδης αλληλεπίδραση

bérel, kölcsönöz

νοικιάζω

diák kölcsön

φοιτητικό δάνειο

dokumentumkölcsönzés

δανεισμός εγγράφων

elektromágneses kölcsönhatás

ηλεκτρομαγνητική αλληλεπίδραση

Gyenge kölcsönhatás

Ασθενής αλληλεπίδραση

könyvtárközi kölcsönzés

δανεισμός μεταξύ βιβλιοθηκών

levegő-víz kölcsönhatás

αλληλεπίδραση αέρα-νερού

mi a jelenlegi kamatláb személyi kölcsönre?

ποιό είναι το παρών επιτόκιο για προσωπικά δάνεια;

növényvédőszerek kölcsönhatása

αλληλεπίδραση των φυτοφαρμάκων

szeretnék kölcsönözni egy napernyőt

θα ήθελα να νοικιάσω μια ομπρέλα

szüksége lesz kölcsönre?

θα χρειαστείτε υποθήκη;

van egy tolla kölcsönbe?

έχεις ένα στυλό που μπορώ να δανειστώ;