Hungarian-Greek dictionary »

irodalom meaning in Greek

HungarianGreek
irodalom

βιβλιογραφία◼◼◼

λογοτεχνία (logotechnía)◼◻◻

/λογοτεχνία

/φιλολογία

έντυπο υλικό

έντυπο υλικό/κείμενα/λογοτεχνία/φιλολογία

η λογοτεχνία

κείμενα

φιλολογία

Irodalom

Λογοτεχνία◼◼◼

irodalom (francia irodalom, angol irodalom, stb.)

λογοτεχνία◼◼◼

birodalom

ράιχ◼◼◼

αυτοκρατορία

βασίλειο

η αυτοκρατορία

κράτος

σφαίρα

Bizánci Birodalom

Βασιλεία Ῥωμαίων

Βυζαντινή Αυτοκρατορία

Brit Birodalom

Βρετανική Αυτοκρατορία

Harmadik Birodalom

Ναζιστική Γερμανία

Oszmán Birodalom

Οθωμανική Αυτοκρατορία

Οθωμανική αυτοκρατορία

Perzsa Birodalom

Περσία

Római Birodalom

Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (Romaiki Aftokratoria) (:el:Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία'el)

szakirodalom tanulmányozása

μελέτη έντυπου υλικού