Hungarian-Greek dictionary »

helyzet meaning in Greek

HungarianGreek
helyzet

κατάσταση◼◼◼

θέση◼◼◼

καθεστώς◼◼◻

ιδιότητα◼◻◻

τοποθεσία◼◻◻

υπόσταση

(állapot) η κατάσταση

a gazdaság jó helyzetben van

η οικονομία είναι σε καλή κατάσταση, (pozíció) η θέση

abban a helyzetben vagyok, hogy...

είμαι στη θέση να..., mi a helyzet? τι γίνεται;

emissziós helyzet

κατάσταση όσον αφορά τις εκπομπές

foglalkozási helyzet

εργασιακό καθεστώς/επαγγελματική θέση

gazdasági helyzet

οικονομική κατάσταση (συγκυρία)◼◼◼

kérjük kapcsolják be biztonsági öveiket és állítsák vissza az ülést alaphelyzetbe

παρακαλώ δέστε τις ζώνες σας και επιστρέψτε το κάθισμά σας στην όρθια θέση

környezeti vészhelyzetre felkészülés

περιβαλλοντικός σχεδιασμός έκτακτης ανάγκης

mi a helyzet? (meglehetősen közvetlen)

πως πάει; (σχετικά ανεπίσημο)

patthelyzet

αδιέξοδο◼◼◼

πατ

szükséghelyzet

έκτακτη ανάγκη◼◼◼

szükséghelyzetben segítségnyújtás

βοήθεια για την αντιμετώπιση έκτακτης ανάγκης

vészhelyzet törvény

αναγκαστικός νόμος/νόμος προσωρινής ισχύος

vészhelyzeti terv

σχέδιο έκτακτης ανάγκης◼◼◼

érdekelne ebben a helyzetben

αίμα

με ενδιαφέρει αυτή η θέση