Hungarian-Greek dictionary »

hím meaning in Greek

HungarianGreek
hím

αρσενικός◼◼◼

άνδρας

άρρενας

ανδρικός

hímez

κεντάω

hímivarsejt

σπερματοζωάριο

hímnem

ανδρικός

αρσενικός

hímnemű

ανδρικός

αρσενικός

hímvessző

πέος

πούτσα

πούτσος

φαλλός

ψωλή

hímzés

κέντημα◼◼◼

hogy hívják? (hímnem)

ποιό είναι το όνομά του;

mennyi idős? (hímnem)

πόσο χρονών είναι εκείνος;