Hungarian-Greek dictionary »

házi meaning in Greek

HungarianGreek
házi

οικιακός◼◼◼

háziasszony

νοικοκυρά◼◼◼

οικοδέσποινα

háziasított/szelídített állat

εξημερωμένο ζώο

κατοικίδιο ζώο

háziasítás

εξημέρωση◼◼◼

házifeladat

δουλειά σπιτιού

házigazda

αμφιτρύωνας

νοικοκύρης (ο)

ξενιστής

ο νοικοκύρης (tsz: -ηδες)

οικοδέσποινα

οικοδεσπότης

Házikecske

Κατσίκα

házikert

κήπος κατοικίας

házimacska

γάτα◼◼◼

házimunka

αγγαρεία

házinyúl

κουνέλι◼◼◼

αγριοκούνελο

háziorvos

γενικός παθολόγος

Háziszamár

Γάιδαρος

háziállat

ζώο◼◼◼

οικόσιτο ζώο◼◼◼

háziállatot tartani

να κρατήσω ένα κατοικίδια

Abházia

Αμπχαζία◼◼◼

addig a házig

μέχρι εκείνο το σπίτι

egyházi szláv

παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα

elvégezni a házimunkát

να κάνω τα οικιακά

kedvenc háziállat

κατοικίδιο (ζώο)

kórházi hulladék

απόβλητα (απορρίμματα) νοσοκομείου

üvegházi termelés

καλλιέργεια θερμοκηπίου