Please enable javascript to use dictionary! Howto enable javascript?
αναφόρτωση▼◼◼◼
φόρτιση▼◼◼◼
(megtölt) γεμίζω (-σω), (akkumulátort) φορτίζω (-σω)▼
φόρτωμα▼
μεταφόρτωση▼◼◼◻
αναφόρτωση▼◼◻◻
ευθύνη▼◼◻◻
κατηγορία▼◼◻◻
φορτίο▼◼◻◻
ανέγερση εγκατάστασης (οικοδομής)▼
πλήρωση ορυχείου (μεταλλείου)▼
↑