Please enable javascript to use dictionary! Howto enable javascript?
επιτροπή▼◼◼◼
(repülő) απογειώνομαι (-θώ), (járműre) ανεβαίνω (ανέβω, ανέβηκα)▼
απογειώνομαι▼
βγάζω▼
μπαρκάρω▼
πίνακας▼
σανίδα▼
συμβούλιο▼
να βγάλω▼
να ανέβω στο λεωφορείο▼
επιβιβάζομαι στο τραίνο▼
αναχώρηση▼◼◼◼
ανεβαίνω (ανέβω)▼
↑